- Γελῴων
- Γελῷοςfem gen plΓελῷοςmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γελώων — γελάω laugh pres part act masc voc sg (epic) γελάω laugh pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) γελάω laugh pres part act masc nom sg (epic) γελάω laugh fut part act masc voc sg (epic) γελάω laugh fut part act neut nom/voc/acc sg (epic) γελάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek